αντεπιδεικνύω

αντεπιδεικνύω
(Α ἀντεπιδείκνυμι και -ύω)
κάνω επίδειξη για να συγκριθεί με την επίδειξη κάποιου άλλου
αρχ.
1. δείχνω κάποιον σε σύγκριση με άλλον
2. αμιλλώμαι, συναγωνίζομαι
3. φρ. «ἐπιδείκνυμαι καλόν τι» — παρουσιάζω την ωραία όψη ενός πράγματος σε συναγωνισμό προς άλλους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”